οψίγονος

οψίγονος
ος , ον
1) поздно родившийся; 2) младший; 3) запоздалый;

-о- οψίγονον οδόντες — зубы мудрости


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οψίγονος" в других словарях:

  • ὀψίγονος — late born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψίγονος — η, ο (Α ὀψίγονος και ὀψάγονος, ον) (για δόντι) αυτός που φύεται σε προχωρημένη ηλικία, ο φρονιμήτης αρχ. 1. ο γεννημένος μετέπειτα, ο μεταγενέστερος 2. παιδί που γεννήθηκε όταν ο πατέρας του ήταν ήδη σε γεροντική ηλικία 3. νεώτερος («οὺ δὲ παρ… …   Dictionary of Greek

  • ὀψίγονον — ὀψίγονος late born masc/fem acc sg ὀψίγονος late born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιγόνοιο — ὀψίγονος late born masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιγόνοις — ὀψίγονος late born masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιγόνοισι — ὀψίγονος late born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιγόνοισιν — ὀψίγονος late born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιγόνου — ὀψίγονος late born masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιγόνους — ὀψίγονος late born masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιγόνων — ὀψίγονος late born masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιγόνῳ — ὀψίγονος late born masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»